- κυβεύω
- (Α κυβεύω) [κύβος]νεοελλ.ασκώ κυβεία χρηματιστηριακών αξιώνμσν.(συν. σχετικά με χρυσό) νοθεύωαρχ.1. παίζω τους κύβους, ρίχνω τα ζάρια («ἕτεροι δ' ἐν τοῑς σκιραφείοις κυβεύουσι», Ισοκρ.)2. ριψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω(«οὐδέ γε τῶν κυβευτῶν οἵτινες αὖ, ἐὰν ἕν τι ἀποτύχωσι, περὶ διπλασίων κυβεύουσι», Ξεν.)3. εξαπατώ, παραπλανώ, ξεγελώ.
Dictionary of Greek. 2013.